Ένας πρωτόγνωρα εκωφαντικός θόρυβος άρχισε να σείει το ρέμα σηκώνοντας ψηλά τα νερά του ποταμού σε ένα άγριο γουόναμπι τσουνάμι.
Πρώτη από ολες τους και με το ένα αμελέτητο ακόμα στο μάτι η Μάνθα είδε κάτι που την έκανε να σκούξει:
-Μανουλα μ' βλέπω ιέεεεεενα Αγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενο Βλάχικο Αντικείμενοοοοοοο!!!!!
-Αρχίδια βλέπεις μαρί λιγούρα, της γκάριξε η Μπήλιω, που λίγα κλασματά του δευτερολέπτου αργότερα θα έπεφτε ξερή από το κοσμικό σόκ που της προκάλεσε το θέαμα του Ε.Τ. και των μισών Άλλιεν απ΄ τα Ιξ Φάιλς με το Γιάννη Φλωρινώτη πάνω σε ένα ιπτάμενο σεμέν.
Η Κόρη πήγε να φωνάξει αλλά φώνη δεν έβγαινε μέσα απο τα σπλάχνα της. Έμοιαζε να έχει χάσει τη λαλιά της γιατί κάτι υπήρχε μέσα στη στοματική της κοιλότητα της που την εμπόδιζε να μιλήσει. Με φρίκη κοίταξε τις άλλες τρεις τσούπρες που με μία φώνη στρίγκλισαν :
-Παναιια μ' έχει ενα αρχιδ΄στου στόμα τς !!!!!!!!
.......)*!*(.......
Η Κόρη ξύπνησε λουσμένη στον ίδρώτα βρομοκοπώντας τσίπουρο και με 2-3 αντιπαλλεβόν ακόμα αμάσητα στο στόμα της. Τι όνειρο ήταν φτούνο, με γάτες, δαιμουνισμένες κότες, στριπτιτζάδικα, βλαχοβαμπίρ, φόνους και λέσβιακά σε κοτέτσια αναρωτιόταν μέσα στο μπάντ τριπ της.
Και όμως τίποτα δεν τη σόκαρε τόσο όσο η επιστρόφη της Τασούλας. Σίγα να μη γυρνούσε ποτέ το ξέκωλο στην Πίκρα. Αί στου δίαουλου, είπε και κοίταξε έξω.
Άλλη μια μέρα ξημέρωνε στην Πίκρα.
Το γαλάζιο του ουρανού συναντούσε το πράσινο του γρασιδιού και μαζί έσμιγαν παθιασμένα στο μπεζ των κατσικιών που έβοσκαν ανέμελα στα κατσάβραχα.
Η Kόρη ξεσκονίζε το σκρίνιο και γυαλίζε τα ασημικά όταν ένας ήχος που είχε να ακουστεί χρόνια το χωριό την αναστατώτωσε.
Ροδάκια βαλίτσας, είναι δυνατόν αναρωτιέται ; Μήπως, μήπως η προσευχές των αδεσμεύτων κοριτσιών της Πίκρας εισακούστηκαν και ένας άντρας αποφάσισε να μετακομίσει εδώ! Μήπως να πάρω τη Μάνθα τηλέφωνο να βγει στο δρόμο να κοιτάξει;
Άστη αυτή είναι λυσσάρα και άντρας να είναι θα μου τον φάει η γερακίνα. Θα βγω να κοιτάξω...