Ηταν αργα τη νυχτα. Η Κορη ηταν μονη στο σπιτι. Η Μπηλιω ειχε βγει για τσαρκα στα κεραμιδια. Η ανεξηγητη συμπεριφορα της Μπηλιως μαζι με ολα τα εγκληματα που συνεβαιναν τελευταια στο χωριο, εκαναν την Κορη να νιωθει ακομα πιο μονη. Χρειαζοταν ενα ζεστο τριχωτο στηθος για να ακουμπησει τον πονο και τον ποθο της.
Ενα ανοιξιατικο δροσερο αερακι εμπαινε στο σπιτι και της δροσιζε το ξαναμμενο της κορμι. Η Κορη φορουσε ενα λευκο νυχτικο που ειχε φτιαξει η ιδια, το πατρον το ειχε βρει στο Μπουρδα Νοεμβριου. Η Κορη εχει δυο αγαπες, τρεις με τον Κιτσο, η μια ειναι το γραψιμο και η αλλη ειναι το πλεξιμο και ειδικα με το βελονακι. Το σπιτι ειναι γεματο με σεμεν καθε ειδους και χρωματος. Σεμεν παντου. Πανω στην τηλεοραση. Στο κομπιουτερ της Μπηλιως. Στην κουζινα. Στο καζανακι της τουαλετας. Πανω στο κωλοχαρτο. Στις σερβιετες. Στις καρεκλες. Πανω στην κουκλα Τουιτι. Και πανω στο αγαπημενο της ημερολογιο Καντυ-Καντυ οπου η Κορη εγραφε με παθος.
Ετσι εγραφε και τωρα για την μοναξια και την αγαμια της που την βαρεσαν κατακεφαλα. Κι ομως! Ολα αλλαξαν στην Πικρα απο τοτε που γυρισε η Τσαρλοτ. Μια περιεργη διαδοχη πολλαπλων εγκληματων παθους και ιντριγκας. Ο μονος που ηταν ευχαριστημενος, ηταν ο Γιαγκουλας. Μηπως αυτο ηταν ενα ακομα σημαδι πως η ρημαδα η κατασταση στην Πικρα αλλαζε? Μηπως επιτελους μπορουσε να βγει απο το τελμα μεσα στο οποιο ειχε πεσει? ''Μηπους τελικα ηρθ' η ωρα'μ να κανου πραγματικοτητα αυτου που ειλεγε ου Μπαουλου Κουελιου στου Αλχημιστη? Μηπους του Συμπαν επιτελους τσακιστ' και μι κανει κι ιμενα τη δολια ν'απαυτουθω με του Κιτσου? Η ν'απαυτουθω γενικως, διν ιμι κι πλεουνεχτρα!" Το προσωπο της ελαμψε! Φετος ειναι η χρονια της! Ναι, θα το τολμησει! Πηγαινει στον υπολογιστη της Μπηλιως και βλεπει ενα ποτηρι με κοκα κολα που ειχε ξεχαστει εδω και μερες. Το παιρνει και χωρις δισταγμο το ριχνει στο πληκτρολογιο! Εαν η Μπηλιω το εβλεπε αυτο, θα παθαινε καρδιακο και εγκεφαλικο μαζι, θα επεφτε κατω, θα σηκωνοταν, θα καρυδωνε την Κορη και θα ξαναπεφτε καταγης. Αλλα δεν ηταν εκει και η Κορη ειχε μεγαλες καψες. Οποτε...
Αρπαζει το τηλεφωνο και σχηματιζει τον αλαρμ ναμπερ του Κιτσου. Τουουουουουτ...Τουουουουουτ...Τουουουουουτ...
Ο Κιτσος στην αλλη μερια εβλεπε το νουμερο του σπιτιου της Κορης αλλα ΚΑΙ της Μπηλιως και αυτην ειδικα την απεφευγε. "Σιγα μη σι' απαντησου, παλιουσακαρακα ξιχαρβαλουμενη!"
Η Κορη δεν μπορουσε να καταλαβει τι συνεβαινε! Οχι δεν μπορει! Η αποψε η ποτε! Θα πηγαινε απο το σπιτι του. Επρεπε ομως να παρει θαρρος πρωτα. Δεν ηταν ευκολο απο τη μια μερα στην αλλη να γινει σαν τη Μανθα, το κρυφο ινδαλμα της! Πηγε στο μπουφε με τα ποτα και βρηκε ενα παλιο Κουμκουατ που ειχε φερει απο την πενταημερη στην Κερκυρα και ενα λικερ Βαντανα με γευση Μπανανα. Τι να κανει? Αυτα υπηρχαν, αυτα θα την βολευαν γι'αποψε, ο σκοπος ηταν ιερος. Αρχισε να κατεβαζει ενα ενα τα σφηνακια. Τη βαρεσανε γρηγορα. Επισης της δημιουργησαν κι ενα μικρο προβλημα στην κοιλια. Μετα απο κανα δυο επισκεψεις στην τουαλετα, ηταν ετοιμη να βγει εξω και να κυνηγησει το ονειρο της. Αρπαζει το πληκτρολογιο, βαζει τις ψηλοτακουνες παντοφλες με τα λευκα γουνακια και ξαμολιεται στο δρομο. Ετσι οπως ηταν λιωμα, ολα γυριζαν και ηταν διπλα. Δεν την ενδιεφερε, ο λαγνος ποθος που εκαιγε μεσα στο στηθος της και στο βρακι της ηταν αρκετος για να ξεπερασει τη ντροπη της και τη διαρροια. Κι επιτελους, να! Το σπιτι του Κιτσου. Το παθος της ηταν τοσο μεγαλο, οση και η αναγκη της να παει στην τουαλετα. Πεφτει με φορα στην πορτα του Κιτσου, διοτι μεσα στην τυφλα της δεν μπορουσε να υπολογισει αποστασεις και σκαει σαν καρπουζι στο εδαφος. Δεν αντεξε και αφησε ολο της το παθος να βγει απο μεσα της με ασυγκρατητη ορμη: "Κιτσουουουουουουου μ', ολα γυρου μ' γυριζουν, λεξεις, σκεψεις, ολα!!! Πλατσαναου σι θαλασσα παθους για την παρτη σ'! Ανοιξε μ' την πορτα και τα ποδια μ'!!! Παρε μ' σι λεεεεεουουου!"
Ενα ανοιξιατικο δροσερο αερακι εμπαινε στο σπιτι και της δροσιζε το ξαναμμενο της κορμι. Η Κορη φορουσε ενα λευκο νυχτικο που ειχε φτιαξει η ιδια, το πατρον το ειχε βρει στο Μπουρδα Νοεμβριου. Η Κορη εχει δυο αγαπες, τρεις με τον Κιτσο, η μια ειναι το γραψιμο και η αλλη ειναι το πλεξιμο και ειδικα με το βελονακι. Το σπιτι ειναι γεματο με σεμεν καθε ειδους και χρωματος. Σεμεν παντου. Πανω στην τηλεοραση. Στο κομπιουτερ της Μπηλιως. Στην κουζινα. Στο καζανακι της τουαλετας. Πανω στο κωλοχαρτο. Στις σερβιετες. Στις καρεκλες. Πανω στην κουκλα Τουιτι. Και πανω στο αγαπημενο της ημερολογιο Καντυ-Καντυ οπου η Κορη εγραφε με παθος.
Ετσι εγραφε και τωρα για την μοναξια και την αγαμια της που την βαρεσαν κατακεφαλα. Κι ομως! Ολα αλλαξαν στην Πικρα απο τοτε που γυρισε η Τσαρλοτ. Μια περιεργη διαδοχη πολλαπλων εγκληματων παθους και ιντριγκας. Ο μονος που ηταν ευχαριστημενος, ηταν ο Γιαγκουλας. Μηπως αυτο ηταν ενα ακομα σημαδι πως η ρημαδα η κατασταση στην Πικρα αλλαζε? Μηπως επιτελους μπορουσε να βγει απο το τελμα μεσα στο οποιο ειχε πεσει? ''Μηπους τελικα ηρθ' η ωρα'μ να κανου πραγματικοτητα αυτου που ειλεγε ου Μπαουλου Κουελιου στου Αλχημιστη? Μηπους του Συμπαν επιτελους τσακιστ' και μι κανει κι ιμενα τη δολια ν'απαυτουθω με του Κιτσου? Η ν'απαυτουθω γενικως, διν ιμι κι πλεουνεχτρα!" Το προσωπο της ελαμψε! Φετος ειναι η χρονια της! Ναι, θα το τολμησει! Πηγαινει στον υπολογιστη της Μπηλιως και βλεπει ενα ποτηρι με κοκα κολα που ειχε ξεχαστει εδω και μερες. Το παιρνει και χωρις δισταγμο το ριχνει στο πληκτρολογιο! Εαν η Μπηλιω το εβλεπε αυτο, θα παθαινε καρδιακο και εγκεφαλικο μαζι, θα επεφτε κατω, θα σηκωνοταν, θα καρυδωνε την Κορη και θα ξαναπεφτε καταγης. Αλλα δεν ηταν εκει και η Κορη ειχε μεγαλες καψες. Οποτε...
Αρπαζει το τηλεφωνο και σχηματιζει τον αλαρμ ναμπερ του Κιτσου. Τουουουουουτ...Τουουουουουτ...Τουουουουουτ...
Ο Κιτσος στην αλλη μερια εβλεπε το νουμερο του σπιτιου της Κορης αλλα ΚΑΙ της Μπηλιως και αυτην ειδικα την απεφευγε. "Σιγα μη σι' απαντησου, παλιουσακαρακα ξιχαρβαλουμενη!"
Η Κορη δεν μπορουσε να καταλαβει τι συνεβαινε! Οχι δεν μπορει! Η αποψε η ποτε! Θα πηγαινε απο το σπιτι του. Επρεπε ομως να παρει θαρρος πρωτα. Δεν ηταν ευκολο απο τη μια μερα στην αλλη να γινει σαν τη Μανθα, το κρυφο ινδαλμα της! Πηγε στο μπουφε με τα ποτα και βρηκε ενα παλιο Κουμκουατ που ειχε φερει απο την πενταημερη στην Κερκυρα και ενα λικερ Βαντανα με γευση Μπανανα. Τι να κανει? Αυτα υπηρχαν, αυτα θα την βολευαν γι'αποψε, ο σκοπος ηταν ιερος. Αρχισε να κατεβαζει ενα ενα τα σφηνακια. Τη βαρεσανε γρηγορα. Επισης της δημιουργησαν κι ενα μικρο προβλημα στην κοιλια. Μετα απο κανα δυο επισκεψεις στην τουαλετα, ηταν ετοιμη να βγει εξω και να κυνηγησει το ονειρο της. Αρπαζει το πληκτρολογιο, βαζει τις ψηλοτακουνες παντοφλες με τα λευκα γουνακια και ξαμολιεται στο δρομο. Ετσι οπως ηταν λιωμα, ολα γυριζαν και ηταν διπλα. Δεν την ενδιεφερε, ο λαγνος ποθος που εκαιγε μεσα στο στηθος της και στο βρακι της ηταν αρκετος για να ξεπερασει τη ντροπη της και τη διαρροια. Κι επιτελους, να! Το σπιτι του Κιτσου. Το παθος της ηταν τοσο μεγαλο, οση και η αναγκη της να παει στην τουαλετα. Πεφτει με φορα στην πορτα του Κιτσου, διοτι μεσα στην τυφλα της δεν μπορουσε να υπολογισει αποστασεις και σκαει σαν καρπουζι στο εδαφος. Δεν αντεξε και αφησε ολο της το παθος να βγει απο μεσα της με ασυγκρατητη ορμη: "Κιτσουουουουουουου μ', ολα γυρου μ' γυριζουν, λεξεις, σκεψεις, ολα!!! Πλατσαναου σι θαλασσα παθους για την παρτη σ'! Ανοιξε μ' την πορτα και τα ποδια μ'!!! Παρε μ' σι λεεεεεουουου!"
No comments:
Post a Comment