15.2.10

7. Η ανάκριση

«Τίνος είσι ισύ κόρη μ’;»
Η φωνή της κυρά Μαριγούλας ταξίδεψε την Τσάρλοτ στα παιδικά της χρόνια. Ναι, την πήγε σε εκείνα τα χρόνια που έπαιζε κρυφτό με τις φίλες της στην πλατεία του χωριού. Η κυρά Μαριγούλα καθόταν κάθε απόγευμα στο μεσαίο παγκάκι απέναντι από το πιό κεντρικό καφενείο του χωριού, έχοντας πανοραμική θέα στην πλατεία. Αγαπημένη της ασχολία ήταν να σχολιάζει όσα έβλεπε με το δεξί της μάτι ( το αριστερό έπασχε από γλαύκωμα τα τελευταία 30 χρόνια).

«Η Τασούλα είμαι θειά, η κόρη του κυρ Νίκου του ράφτη!»

«Αι, πιδί μ’! Ισι δεν είχες πάει στα ξένα;»

Η Τασούλα, ή αγγλιστί Τσάρλοτ, είχε όντως μεταναστεύσει στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να ακολουθήσει την καριέρα της διακεκριμένης φάσιον ντιζάινερ. Βέβαια, μπορεί σχεδιάστρια μόδας να μην έγινε ποτέ, αλλά έφταχνε σίγουρα τον καλύτερο μουσακά σε όλο το Κουήνς, αφού η δουλειά της ήταν μαγείρισσα σε φημισμένο εστιατόριο της Αστόρια.

«Ναι κυρά Μαριγούλα, στην Αμερική μένω, ήρθα για την κηδεία της θειάς μου της κυρά Λένας»
«Αϊ κόρη μου.... ο Θεός ν’αναπαύσει την ψυχή της, κι ας έμπαινε η κατσίκα της στα κήπια μου για να φάει κορφάδες!»

«Δε μου λες κόρη μου, παντρεύτηκες ισι;»

‘Ηταν η αναμενόμενη ερώτηση – μαχαιριά στην καρδιά της Τσάρλοτ. Ολόκληρο υπερατλαντικό ταξίδι είχε κάνει και στη διαδρομή προσπαθούσε να βρει μια καθωσπρέπει δικαιολογία για τον πρόσφατο χωρισμό της με τον Λουτσιάνο, το γκαρσόνι της γειτονικής στο εστιατόριο που δούλευε πιτσαρίας. Ήταν σίγουρη ότι τα νέα θα είχαν φτάσει μέχρι την ορεινή Πίκρα...

« Παντρεύτηκα και χώρισα κυρά Μαριγούλα... Βλέπεις ο άντρας μου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά»
«Τι μου λες κόρη μ’!»
«Μεγάλη ιστορία κυρά Μαριγούλα... Θα έρθω να τα πούμε αύριο το απόγευμα στην αυλή σου και να μου πεις και τον καφέ!»
«Όποτε θες Τασούλα μ’!»
Η Τσάρλοτ έκανε ένα βήμα προς το μονοπάτι που θα την έφερνε στο πατρικό της. Το τακούνι όμως από την αριστερή φυστικί γόβα της είχε αντίθετη άποψη. Μόλις ακούμπησε στο κακοτεράχαλο μονοπάτι γύρισε και έπσασε. Η δε Τσάρλοτ έβγαλε μόνο μια τσιριχτή κραυγή λίγο πριν προσγειωθεί στο έδαφος με φόρα:

«Αμαααααααάν!»

1 comment:

  1. Χωρις σχολια ! Τωρα ξεχασα το κείμενο και θυμήθηκα την ψησαταρια του Μπάρμπα Δήμου,το Καφε Κολωνάκι,το Καφε Ακροπολη στην Αστορια τα Σωματεια του Ολυμπιακου του Παναθηναικου και ενα σκυλαδικο που κατεληξα το ιδιο βραδυ .... οπου ακουγα Ελληνικη μουσικη μαζι με κατι αραπαδες ....
    Ωραιο κειμενο ... μου θυμησε τα παλια ....

    ReplyDelete